-
1 διασκεδάννυμι
A , Ar.V. 229, etc.:— scatter abroad, scatter to the winds,δούρατα Od.5.370
; ; l. c.; ;διασκεδᾶτε τὸ προσὸν νῦν νέφος Anaxandr.58
; of the wind, διεσκέδασεν αὐτὰ (sc. ναυάγια καὶ νεκροὺς)πανταχῇ Th.1.54
: metaph., BGU1253.12 (ii B.C.):—[voice] Pass., Eus.Mynd.63.2 in Hdt., τὸν στρατὸν διεσκέδασε disbanded it, 1.77, cf. 79:—[voice] Pass., 1.63, 5.15, Th.3.98, D.C. 47.38;δ. κατ' ἑωυτοὺς ἕκαστοι Hdt.8.57
(but also of an enemy, scatter, 8.68.β).4 in [voice] Pass., of reports, to be spread abroad, Hdn.7.6.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασκεδάννυμι
См. также в других словарях:
διασκεδάζω — (AM διασκεδάννυμι Μ και διασκεδάζω) διασκορπίζω, αποδιώχνω νεοελλ. 1. ψυχαγωγώ, προκαλώ σε κάποιον ευθυμία, ευχαρίστηση 2. ψυχαγωγούμαι, μετέχω σε διασκέδαση αρχ. 1. διαλύω («τὸν στρατὸν διεσκέδασε») 2. εξαφανίζω 3. ( ομαι) (για φήμη) διαδίδομαι … Dictionary of Greek